Είναι η άσηπτη φλεγμονή που αναπτύσσεται στον τένοντα του υπερακανθίου μυός, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την απαγωγή του ώμου.
Πού οφείλεται;
Κυρίως σε προστριβή του τένοντα ανάμεσα στις οστικές δομές. Αυτό συμβαίνει σε δραστηριότητες που απαιτούν απαγωγή του ώμου σε γωνία περίπου 90ο και ταυτόχρονα στροφικές κινήσεις έσω και έξω. Επίσης η παρουσία οστεοφύτων ή η ανατομική παραλλαγή του ακρωμίου είναι άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες.
Πώς εκδηλώνεται;
Ο πόνος και ο περιορισμός της κινητικότητας είναι τα κύρια συμπτώματα. Πολλές φορές ο πόνος είναι πολύ έντονος και ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες, ενώ διαπιστώνεται και αδυναμία ενεργητικής απαγωγής του ώμου. Όταν η αδυναμία απαγωγής δεν οφείλεται σε πόνο, είναι πολύ πιθανή η πλήρης ρήξη του τένοντα.

Πώς γίνεται η διάγνωση;
Τα συμπτώματα είναι χαρακτηριστικά, αν και μερικές φορές ο πόνος μπορεί να αντανακλά προς τον αγκώνα ή την ωμοπλάτη και τον αυχένα και να δυσχεραίνει την διάγνωση. Στις ακτινογραφίες μπορεί να υπάρχουν έμμεσα σημεία (μείωση του μεσάρθριου διαστήματος ή ακρώμιο με μεγαλύτερη καμπυλότητα), ενώ στις χρόνιες μορφές εμφανίζεται η τυπική ασβεστοποίηση του τένοντα. Ο υπέρηχος και η μαγνητική τομογραφία μας δίνουν περισσότερες πληροφορίες για την έκταση της φλεγμονής και την ακεραιότητα του συνδέσμου.
Σε ποιους και πότε εμφανίζεται;
Συνήθως σε άτομα μετά την ηλικία των 40 ετών κυρίως μετά από κάποια έντονη δραστηριότητα. Συχνά εμφανίζει υποτροπές.
Πώς αντιμετωπίζεται;
Στα αρχικά στάδια η συντηρητική αγωγή έχει εξαιρετικά αποτελέσματα. Η τροποποίηση των δραστηριοτήτων, η χορήγηση αντιφλεγμονωδών και η φυσικοθεραπεία είναι συνήθως αρκετά. Όταν αυτά δεν προσφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, τότε η ενέσιμη θεραπεία με τοπική έγχυση κορτικοειδών ή νεότερων θεραπευτικών σχημάτων (υαλουρονικό οξύ, PRP) έχουν ένδειξη. Σε γρήγορες επαναλαμβανόμενες υποτροπές ή σε αποτυχία ανταπόκρισης μετά από τρίμηνη αγωγή, ειδικά όταν υπάρχουν σημεία ρήξεως του τένοντα, υπάρχει ένδειξη για χειρουργική αποκατάσταση.
