Είναι η πιο συχνά εμφανιζόμενη συγγενής παραμόρφωση στα κάτω άκρα, κατά την οποία ο άκρος πόδας φέρεται σε έσω και κάτω στροφή. Υπολογίζεται ότι εμφανίζεται σε περίπου 1 στις 1000 γεννήσεις.
Πού οφείλεται;
Τα αίτια δεν είναι απόλυτα γνωστά. Η πιο διαδεδομένη θεωρία υποστηρίζει την παρουσία βράχυνσης σε συγκεκριμένους τένοντες και μύες των κάτω άκρων. Επίσης η υπόθεση ότι οφείλεται σε ταυτόχρονη επίδραση περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων κερδίζει έδαφος στις πιο πρόσφατες μελέτες.
Πώς εκδηλώνεται;
Συνήθως πρόκειται για μια μεμονωμένη παραμόρφωση σε ένα κατά τα άλλα υγιές νεογέννητο. Αρκετά συχνά εμφανίζεται ταυτόχρονα και στα 2 πόδια. Ο άκρος πόδας έρχεται σε έσω και κάτω στροφή και αν μείνει χωρίς θεραπεία, η βάδιση θα γίνεται με το έξω χείλος του πέλματος και θα είναι δυσχερής. Τα παιδιά που γεννιούνται με ραιβοϊπποποδία συνήθως εμφανίζουν βραχύτερα μέλη από το φυσιολογικό, ακόμα και αν έχει διορθωθεί η παραμόρφωση.

Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση γίνεται κατά τη γέννηση και είναι κλινική. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί ακτινογραφία, για τον έλεγχο των οστικών δομών. Συχνά, είναι δυνατή η διάγνωση της κατάστασης πριν τη γέννηση, με τη βοήθεια του υπερηχογραφήματος.
Σε ποιους και πότε εμφανίζεται;
Είναι συγγενής παραμόρφωση. Εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στα αγόρια. Προγεννητικές εξετάσεις όπως η αμνιοπαρακέντιση φαίνεται πως αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης της πάθησης.


Πώς αντιμετωπίζεται;
Η θεραπεία θα πρέπει να αρχίζει αμέσως μόλις τεθεί η διάγνωση, για να εκμεταλλευτούμε την ελαστικότητα των οστών και των υπολοίπων δομών που υπάρχει στα νεογνά, και που θα κάνει ευκολότερη την προσπάθεια της διόρθωσης. Η συχνότερη μέθοδος θεραπείας είναι η μέθοδος Ponseti. Γίνεται σταδιακή διόρθωση με εφαρμογή γύψου ο οποίος αλλάζει τακτικά, επιχειρώντας με κάθε αλλαγή νέα διόρθωση, φέρνοντας το πόδι σταδιακά σε έξω στροφή και σε κάθετη θέση. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί στο τέλος και χειρουργική επιμήκυνση του αχίλλειου τένοντα, ενώ μετά την αφαίρεση των γύψων, ακολουθείται πρόγραμμα με διατάσεις για διατήρηση της διόρθωσης, καθώς και χρήση ειδικών υποδημάτων για αρκετούς μήνες. Η χειρουργική αποκατάσταση ενδείκνυται σε περιπτώσεις παραμελημένες με καθυστερημένη παρουσίαση στον ιατρό, ή σε μη επαρκή ανταπόκριση στην συντηρητική θεραπεία. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει δοκιμαστεί πριν την απόφαση χειρουργικής αποκατάστασης θεραπεία με Botox, η οποία όμως δείχνει να μην έχει μακροχρόνια αποτελέσματα.